Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to sit back
[phrase form: sit]
01
χαλαρώνω, καθίστε αναπαυτικά
to relax and make oneself comfortable in a sitting position
Intransitive
Παραδείγματα
The audience sat back and enjoyed the show.
Το κοινό κάθισε αναπαυτικά και απολάμβανε την παράσταση.
He sat back in his armchair and read the newspaper.
Ανακουφίστηκε στην πολυθρόνα του και διάβασε την εφημερίδα.
02
κάθεται με σταυρωμένα χέρια, δεν κάνει τίποτα
to be indifferent about something that is happening
Intransitive
Παραδείγματα
The government is sitting back and doing nothing about the cost of living crisis.
Η κυβέρνηση κάθεται με σταυρωμένα χέρια και δεν κάνει τίποτα για την κρίση του κόστους ζωής.
The shareholders sat back and let the CEO run the company into the ground.
Οι μέτοχοι κάθισαν αδρανείς και άφησαν τον CEO να οδηγήσει την εταιρεία στην καταστροφή.



























