Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
sisterly
01
αδελφικός, αδελφική
characteristic of a sister or like one
Παραδείγματα
She offered her sisterly advice when her friend was going through a tough time.
Πρόσφερε τη αδελφική της συμβουλή όταν ο φίλος της περνούσε μια δύσκολη περίοδο.
Their sisterly bond was evident in the way they laughed and shared secrets with each other.
Ο αδελφικός δεσμός τους ήταν εμφανής στον τρόπο που γελούσαν και μοιράζονταν μυστικά μεταξύ τους.



























