Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Sis
01
αδελφή, αδερφή
a female person who has the same parents as another person
02
αδελφή, φίλη
a friendly or affectionate term used to address someone
Παραδείγματα
Sis, you need to calm down and listen.
Αδερφή, πρέπει να ηρεμήσεις και να ακούσεις.
I ca n't believe you did that, sis!
Δεν μπορώ να πιστέψω ότι το έκανες αυτό, αδερφή!



























