Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
silver-haired
01
ασημότριχος, με ασημένια μαλλιά
having hair that has turned gray or white, often as a sign of aging
Παραδείγματα
The silver-haired gentleman greeted everyone with a warm smile.
Ο κύριος με τα ασημένια μαλλιά χαιρέτησε όλους με ένα ζεστό χαμόγελο.
She admired the wisdom in her silver-haired grandmother ’s stories.
Θαύμασε τη σοφία στις ιστορίες της ασημοκόματης γιαγιάς της.



























