Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Sidewalk
01
πεζοδρόμιο, βάθρο
a pathway typically made of concrete or asphalt at the side of a street for people to walk on
Dialect
American
Παραδείγματα
She walked along the sidewalk on her way to the bus stop.
Περπατούσε κατά μήκος του πεζοδρομίου στο δρόμο της προς τη στάση του λεωφορείου.
The city plans to repave the sidewalk near the park.
Η πόλη σχεδιάζει να επανακατασκευάσει το πεζοδρόμιο κοντά στο πάρκο.
Λεξικό Δέντρο
sidewalk
side
walk



























