Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
sidelong
01
πλαγίως, λοξός
(of a look) indirectly and out of the corner of one's eye
Παραδείγματα
She gave him a sidelong glance when she heard the comment he made.
Του έριξε μια πλάγια ματιά όταν άκουσε το σχόλιο που έκανε.
She turned away quickly, but he caught her sidelong look out of the corner of his eye.
Γύρισε γρήγορα, αλλά έπιασε το πλάγιο βλέμμα της από τη γωνία του ματιού του.
Παραδείγματα
She gave him a sidelong glance, trying to gauge his reaction.
Του έριξε μια πλαγιά ματιά, προσπαθώντας να μετρήσει την αντίδρασή του.
The sidelong branches of the tree reached out toward the open field.
Οι πλαγιοκλινείς κλάδοι του δέντρου έφταναν προς το ανοιχτό χωράφι.
03
πλάγιος, στο πλάι
situated at or extending to the side
sidelong
Παραδείγματα
The car swerved sidelong to avoid the puddle.
Το αυτοκίνητο έστριψε πλαγίως για να αποφύγει τη λακκούβα.
The child moved sidelong, trying not to be noticed while sneaking cookies.
Το παιδί κινήθηκε πλαγίως, προσπαθώντας να μην το παρατηρήσουν ενώ κλέβει μπισκότα.
02
πλαγίως, από το πλάι
with the side toward someone or something
03
πλαγίως, στο πλάι
on the side
Λεξικό Δέντρο
sidelong
side
long



























