shut off
shut off
ʃʌt ɔf
σατ οφ
British pronunciation
/ʃˈʌt ˈɒf/

Ορισμός και σημασία του "shut off"στα αγγλικά

to shut off
01

κόβω, σταματώ

stem the flow of
02

αποκόπτω, κλείνω

to stop or close off the flow or passage of something
example
Παραδείγματα
He shut off the water supply to fix the leaking pipe.
Έκλεισε την παροχή νερού για να επισκευάσει το σωλήνα που διαρρέει.
The mechanic shut off the engine to inspect the problem.
Ο μηχανικός έκλεισε τον κινητήρα για να επιθεωρήσει το πρόβλημα.
03

απομονώνω, διαχωρίζω

isolate or separate
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store