Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Shutdown
01
διακοπή, κλείσιμο
the termination of a process or activity
Παραδείγματα
The factory shutdown lasted for two weeks.
Η διακοπή λειτουργίας του εργοστασίου διήρκεσε δύο εβδομάδες.
The storm caused the shutdown of all flights.
Η καταιγίδα προκάλεσε την παύση όλων των πτήσεων.
1.1
απενεργοποίηση, κλείσιμο
the act of turning off a computer or device
Παραδείγματα
Always save your work before a computer shutdown.
Πάντα αποθηκεύστε την εργασία σας πριν από την απενεργοποίηση του υπολογιστή.
The system shutdown took a few seconds.
Η απενεργοποίηση του συστήματος διήρκησε λίγα δευτερόλεπτα.



























