shutdown
shut
ˈʃʌt
σατ
down
ˌdaʊn
νταουν
British pronunciation
/ʃˈʌtda‍ʊn/

Ορισμός και σημασία του "shutdown"στα αγγλικά

01

διακοπή, κλείσιμο

the termination of a process or activity
example
Παραδείγματα
The factory shutdown lasted for two weeks.
Η διακοπή λειτουργίας του εργοστασίου διήρκεσε δύο εβδομάδες.
The storm caused the shutdown of all flights.
Η καταιγίδα προκάλεσε την παύση όλων των πτήσεων.
1.1

απενεργοποίηση, κλείσιμο

the act of turning off a computer or device
example
Παραδείγματα
Always save your work before a computer shutdown.
Πάντα αποθηκεύστε την εργασία σας πριν από την απενεργοποίηση του υπολογιστή.
The system shutdown took a few seconds.
Η απενεργοποίηση του συστήματος διήρκησε λίγα δευτερόλεπτα.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store