Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Shut-in
01
απομονωμένος, άτομο περιορισμένο στο σπίτι
(of a person) confined indoors, particularly due to illness or having a physical or mental disability
Παραδείγματα
The shut-in rarely left the house, relying on caregivers for support.
Ο απομονωμένος σπάνια έφευγε από το σπίτι, βασιζόμενος στους φροντιστές για υποστήριξη.
After the surgery, he became a shut-in, unable to go outside without help.
Μετά την εγχείρηση, έγινε ένας απομονωμένος, ανίκανος να βγει έξω χωρίς βοήθεια.
shut-in
01
περιορισμένος, απομονωμένος
confined usually by illness
02
απομονωμένος, εσωστρεφής
somewhat introverted



























