LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Short-stemmed
/ʃˈɔːtstˈɛmd/
/ʃˈɔːɹtstˈɛmd/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "short-stemmed"
short-stemmed
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
having a short stem
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
short-statured
short-staple cotton
short-stalked
short-staffed
short-spurred fragrant orchid
short-stop
short-stop bath
short-tailed
short-tailed shrew
short-tempered
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App