LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Shore bird
/ʃˈɔː bˈɜːd/
/ʃˈoːɹ bˈɜːd/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "shore bird"
Shore bird
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
any of numerous wading birds that frequent mostly seashores and estuaries
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
shore
shopworn
shopwindow
shopwalker
shopsoiled
shore boulder
shore duty
shore leave
shore patrol
shore station
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App