LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Shopsoiled
/ʃˈɒpsɔɪld/
/ʃˈɑːpsɔɪld/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "shopsoiled"
shopsoiled
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
worn or faded from being on display in a store
word family
shop
soiled
shopsoiled
shopsoiled
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
shopping therapy
shopping mall
shopping list
shopping channel
shopping center
shopwalker
shopwindow
shopworn
shore
shore bird
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App