Shopsoiled
volume
British pronunciation/ʃˈɒpsɔɪld/
American pronunciation/ʃˈɑːpsɔɪld/

Ορισμός και Σημασία του "shopsoiled"

shopsoiled
01

worn or faded from being on display in a store

word family

shop
soiled
shopsoiled

shopsoiled

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store