Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Shoestring
01
κορδόνι, λαστιχάκι
a lace used for fastening shoes
02
μικρός προϋπολογισμός, λίγα χρήματα
a small amount of money
Λεξικό Δέντρο
shoestring
shoe
string
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
κορδόνι, λαστιχάκι
μικρός προϋπολογισμός, λίγα χρήματα
Λεξικό Δέντρο
shoe
string