Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Shoemaker
01
τσαγκάρης, παπουτσής
a person who designs, makes, or repairs shoes
Παραδείγματα
Traditional shoemakers still use handmade techniques.
Οι παραδοσιακοί παπουτσήδες χρησιμοποιούν ακόμα τεχνικές χειροτεχνίας.
He learned the craft of a shoemaker from his father.
Έμαθε τη δουλειά του παπουτσή από τον πατέρα του.



























