LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Shoestring
/ʃˈuːstɹɪŋ/
/ˈʃuˌstɹɪŋ/
Noun (2)
Ορισμός και Σημασία του "shoestring"
Shoestring
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a lace used for fastening shoes
02
a small amount of money
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
shoeshine
shoemaking
shoemaker's son always goes barefoot
shoemaker's last
shoemaker
shoestring catch
shoestring fungus
shoetree
shofar
shogi
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App