Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to bedaub
01
αλείφω, λαδώνω
to smear or cover something with a sticky or greasy substance
Παραδείγματα
She bedaubs her face with glitter before going to the party.
Εκείνη καλύπτει το πρόσωπό της με γκλίτερ πριν πάει στο πάρτι.
He bedaubed the walls with paint, leaving colorful streaks everywhere.
Λέρωσε τους τοίχους με μπογιά, αφήνοντας πολύχρωμες λωρίδες παντού.



























