Shock-headed
volume
British pronunciation/ʃˈɒkhˈɛdɪd/
American pronunciation/ʃˈɑːkhˈɛdᵻd/

Ορισμός και Σημασία του "shock-headed"

shock-headed
01

having a bushy thick mass of hair which is unkempt

shock-headed

adj
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store