LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Shlepper
/ʃlˈɛpə/
/ʃlˈɛpɚ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "shlepper"
Shlepper
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
(Yiddish) an awkward and stupid person
word family
shlep
shlep
Verb
shlepper
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
shlemiel
shivery
shivering
shiver down spine
shiver
shlimazel
shlock
shlockmeister
shmaltz
shmear
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App