Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Shithead
01
ηλίθιος, σκουπίδι
a person who is annoyingly stupid or unlikeable
Παραδείγματα
That guy at the party was a total shithead, constantly interrupting conversations and making offensive remarks.
Αυτός ο τύπος στο πάρτι ήταν ένας απόλυτος μαλάκας, διακόπτοντας συνεχώς τις συζητήσεις και κάνωντας προσβλητικά σχόλια.
I ca n't stand working with that shithead in the office who never does their share of the work.
Δεν αντέχω να δουλεύω με αυτόν τον ηλίθιο στο γραφείο που ποτέ δεν κάνει τη δουλειά του.
Λεξικό Δέντρο
shithead
shit
head



























