Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Shin bone
01
κνήμη, οστό του ποδιού
the inner and larger bone of the pair of bones between the ankle and the knee
02
οστό της κνήμης, κνήμη
a cut of meat from the lower part of the leg
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
κνήμη, οστό του ποδιού
οστό της κνήμης, κνήμη