LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Sharpener
/ʃˈɑːpənɐ/
/ʃˈɑːɹpənɚ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "sharpener"
Sharpener
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
any implement that is used to make something (an edge or a point) sharper
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
sharpened
sharpen
sharp-worded
sharp-witted
sharp-toothed
sharper
sharper the storm the sooner it is over
sharpest tool in the shed
sharply
sharpness
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App