LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Shareowner
/ʃˈeəɹəʊnə/
/ˈʃɛˌɹoʊnɝ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "shareowner"
Shareowner
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
someone who holds shares of stock in a corporation
word family
share
owner
shareowner
shareowner
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
shareholding
shareholder
shared out
shared
sharecropping
sharer
shareware
sharing
shark
shark oil
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App