LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Sharecropper
/ʃˈeəkɹɒpɐ/
/ˈʃɛɹˌkɹɑpɝ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "sharecropper"
Sharecropper
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
small farmers and tenants
word family
share
cropper
sharecropper
sharecropper
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
sharecrop farmer
shareable
share-out
share out
share and share alike
sharecropping
shared
shared out
shareholder
shareholding
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App