
Αναζήτηση
to set forth
[phrase form: set]
01
παρουσιάζω, εκθέτω
to present information or arguments in a coherent and clear manner
Example
He set the plan forth during the board meeting with clear and concise arguments.
Παρουσίασε το σχέδιο κατά τη διάρκεια της συνάντησης του διοικητικού συμβουλίου με σαφή και συνοπτικά επιχειρήματα.
Set forth your ideas in the essay, providing evidence to support your claims.
Παρουσίασε τις ιδέες σου στο δοκίμιο, παρέχοντας στοιχεία για να υποστηρίξεις τους ισχυρισμούς σου.
02
αναχωρώ, ξεκινώ
to start a journey
Example
She set forth on her road trip early in the morning.
Αναχώρησε για το ταξίδι της το πρωί νωρίς.
He set the sailboat forth from the harbor with a sense of adventure.
Αναχώρησε με το ιστιοφόρο από το λιμάνι με αίσθηση περιπέτειας.

Συναφή Λέξεις