Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Session
01
συνεδρία, συνάντηση
a meeting for execution of a group's functions
02
συνεδρία, μάθημα
a scheduled period of teaching, instruction, or learning activities conducted within a defined timeframe
Παραδείγματα
The morning session consisted of three classes, including mathematics, science, and English.
Το πρωινό μάθημα αποτελείτο από τρεις τάξεις, συμπεριλαμβανομένων των μαθηματικών, των επιστημών και των αγγλικών.
During the session, the teacher introduced a new topic and guided students through interactive learning exercises.
Κατά τη διάρκεια της συνεδρίας, ο δάσκαλος εισήγαγε ένα νέο θέμα και καθοδήγησε τους μαθητές μέσα από διαδραστικές ασκήσεις μάθησης.
03
συνεδρία, συνάντηση
a meeting devoted to a particular activity
04
συνεδρία, συνάντηση πνευματιστών
a meeting of spiritualists



























