Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
sentient
01
ευαίσθητος, συνειδητός
possessing the ability to experience, feel, or perceive things through the senses
Παραδείγματα
The robot was designed to mimic human behavior but was not truly sentient.
Το ρομπότ σχεδιάστηκε να μιμείται την ανθρώπινη συμπεριφορά αλλά δεν ήταν πραγματικά αισθανόμενο.
Animals are sentient beings capable of experiencing pain and pleasure.
Τα ζώα είναι αισθανόμενα όντα ικανά να βιώνουν πόνο και ευχαρίστηση.
Λεξικό Δέντρο
insentient
sentient
sense



























