Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
sententious
01
συνοπτικός, λακωνικός
keeping one's speech short but extremely meaningful
Παραδείγματα
The speaker ’s sententious remarks left a deep impression on the audience.
Οι συντομικές αλλά σημαντικές παρατηρήσεις του ομιλητή άφησαν μια βαθιά εντύπωση στο κοινό.
Her sententious comment about perseverance resonated with everyone in the room.
Το συνοπτικό σχόλιό της για την επιμονή βρήκε απήχηση σε όλους στο δωμάτιο.
02
διδακτικός, ηθικολογικός
abounding in or given to pompous or aphoristic moralizing
Λεξικό Δέντρο
sententiously
sententious



























