Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
self-defeating
01
αυτοκαταστροφικός, αντιπαραγωγικός
preventing one’s own success by worsening or increasing one’s problems instead of overcoming them
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
αυτοκαταστροφικός, αντιπαραγωγικός