LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Secundigravida
/sˈɛkəndˌɪɡɹɐvˌɪdə/
/sˈɛkəndˌɪɡɹɐvˌɪdə/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "secundigravida"
Secundigravida
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a woman who is pregnant for the second time
word family
secundigravida
secundigravida
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
secundative language
secularize
secularization
secularist
secularism
secure
secured bond
securely
secureness
securer
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App