Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Secularism
01
κοσμικότητα, εκκοσμίκευση
the doctrine that separates the state from religious associations
Παραδείγματα
Secularism is a core principle in the country's constitution.
Ο κοσμικισμός είναι μια βασική αρχή στο σύνταγμα της χώρας.
The debate centered on whether secularism should influence public education.
Η συζήτηση επικεντρώθηκε στο αν ο κοσμικισμός πρέπει να επηρεάζει τη δημόσια εκπαίδευση.
Λεξικό Δέντρο
secularism
secular



























