Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Seafaring
01
ναυτιλία, δουλειά του ναύτη
the work of a sailor
02
ναυσιπλοΐα, ταξίδι στη θάλασσα
travel by water
seafaring
01
ναυτικός, θαλασσινός
concerning or involving travel by sea, especially for work or adventure
Παραδείγματα
The seafaring life was filled with long journeys and constant challenges.
Η ναυτική ζωή ήταν γεμάτη με μακρινά ταξίδια και συνεχείς προκλήσεις.
They were trained in seafaring skills, including navigation and shipbuilding.
Εκπαιδεύτηκαν σε δεξιότητες ναυτικής, συμπεριλαμβανομένων της πλοήγησης και της ναυπηγικής.
Λεξικό Δέντρο
seafaring
seafar



























