Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
screechy
01
τσιριχτός, οξύς
having a high-pitched, harsh, and grating sound that often causes discomfort
Παραδείγματα
The car ’s brakes made a screechy sound as it came to a sudden stop.
Τα φρένα του αυτοκινήτου έκαναν ένα τσιρίζον ήχο όταν σταμάτησε απότομα.
Her screechy laughter filled the room, startling everyone nearby.
Το στριγκλιστικό γέλιο της γέμισε το δωμάτιο, τρομάζοντας όλους τους κοντινούς.
Λεξικό Δέντρο
screechy
screech



























