bauble
bau
ˈbɔ
μπο
ble
bəl
μπαλ
British pronunciation
/bˈɔːbə‍l/

Ορισμός και σημασία του "bauble"στα αγγλικά

01

κοσμήματα, διακοσμητικό αντικείμενο

a small, flashy piece of jewelry or decoration that is inexpensive and ornamental
bauble definition and meaning
example
Παραδείγματα
She wore glittering baubles that caught the light.
Φορούσε λαμπερά στολίσματα που πιάναν το φως.
The market stall sold colorful baubles and trinkets.
Το πάγκο της αγοράς πωλούσε πολύχρωμα στολίσματα και μπιχλιμπίδια.
02

σκήπτρο γελωτοποιού, ραβδί του γελωτοποιού

a symbolic, often comical scepter traditionally carried by a court jester
DatedDated
example
Παραδείγματα
The jester twirled his bauble and bowed to the king.
Ο γελωτοποιός γύρισε το σκήπτρο του γελωτοποιού του και υποκλίθηκε στον βασιλιά.
A bell jingled from the tip of the jester's bauble.
Ένα κουδούνι χτύπησε από την άκρη του σκήπτρου του γελωτοποιού του γελωτοποιού.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store