Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Bauble
01
κοσμήματα, διακοσμητικό αντικείμενο
a small, flashy piece of jewelry or decoration that is inexpensive and ornamental
Παραδείγματα
She wore glittering baubles that caught the light.
Φορούσε λαμπερά στολίσματα που πιάναν το φως.
The market stall sold colorful baubles and trinkets.
Το πάγκο της αγοράς πωλούσε πολύχρωμα στολίσματα και μπιχλιμπίδια.
02
σκήπτρο γελωτοποιού, ραβδί του γελωτοποιού
a symbolic, often comical scepter traditionally carried by a court jester
Παραδείγματα
The jester twirled his bauble and bowed to the king.
Ο γελωτοποιός γύρισε το σκήπτρο του γελωτοποιού του και υποκλίθηκε στον βασιλιά.
A bell jingled from the tip of the jester's bauble.
Ένα κουδούνι χτύπησε από την άκρη του σκήπτρου του γελωτοποιού του γελωτοποιού.



























