Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
scholarly
01
ακαδημαϊκός, λόγιος
related to or involving serious academic study
Παραδείγματα
The scholarly article thoroughly examines the historical context of the Renaissance period.
Το ακαδημαϊκό άρθρο εξετάζει διεξοδικά το ιστορικό πλαίσιο της περιόδου της Αναγέννησης.
The scholarly journal publishes peer-reviewed articles on a wide range of topics in sociology.
Το ακαδημαϊκό περιοδικό δημοσιεύει κριτικές ανασκοπήσεις άρθρων σε ένα ευρύ φάσμα θεμάτων στην κοινωνιολογία.
Λεξικό Δέντρο
unscholarly
scholarly
scholar



























