Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Schadenfreude
01
schadenfreude, χαρά από τη δυστυχία των άλλων
a delightful feeling gained from other people's misfortunes or troubles
Παραδείγματα
He could n’t hide his schadenfreude when his rival failed miserably at the presentation.
Δεν μπορούσε να κρύψει τη schadenfreude του όταν ο αντίπαλός του απέτυχε παταγωδώς στην παρουσίαση.
The tabloids often capitalize on readers ' schadenfreude by highlighting celebrities ’ failures and scandals.
Τα ταμπλόιντ συχνά επωφελούνται από την schadenfreude των αναγνωστών αναδεικνύοντας τις αποτυχίες και τα σκάνδαλα των διασημοτήτων.



























