LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Scantness
/skˈantnəs/
/skˈæntnəs/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "scantness"
Scantness
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the quality of being meager
word family
scant
scant
Adjective
scantness
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
scantling
scantiness
scantily clad
scantily
scant
scanty
scapegoat
scapegrace
scapha
scaphiopus
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App