Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
sassy
01
θρασύς, αναιδής
talking or behaving in a way that is rude, disrespectful, or too confident
Παραδείγματα
With a sassy smirk, she sauntered into the room, exuding an air of confidence.
Με ένα θρασύ χαμόγελο, μπήκε στο δωμάτιο, εκπέμποντας μια αύρα αυτοπεποίθησης.
Her sassy remarks often landed her in trouble with authority figures.
Τα θρασέα σχόλιά της συχνά της προκαλούσαν προβλήματα με τα πρόσωπα της εξουσίας.
02
θρασύς, αναιδής
bold, lively, and confident in speaking or behaving
Παραδείγματα
She 's known for her sassy personality, always quick-witted and confident in her interactions.
Είναι γνωστή για την θρασύ της προσωπικότητα, πάντα έξυπνη και με αυτοπεποίθηση στις αλληλεπιδράσεις της.
Her sassy remarks always liven up the conversation, adding humor and flair.
Τα θρασέα σχόλιά της πάντα ζωντανεύουν τη συζήτηση, προσθέτοντας χιούμορ και στυλ.
Λεξικό Δέντρο
sassy
sass



























