Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Sanctum
01
ιερό, καταφύγιο
a private place where one can retreat for peace and solitude
Παραδείγματα
His study was his sanctum, where he could think and write without interruption.
Το γραφείο του ήταν το ιερό του, όπου μπορούσε να σκέφτεται και να γράφει χωρίς διακοπή.
She retreated to her sanctum, a quiet room filled with books and soft lighting, to meditate.
Αποσύρθηκε στο ιερό της, ένα ήσυχο δωμάτιο γεμάτο βιβλία και απαλό φωτισμό, για να διαλογιστεί.
02
ιερό, αγιαστήριο
a sacred place of pilgrimage



























