saline
sa
σα
line
ˈlin
λιν
British pronunciation
/sˈe‍ɪla‍ɪn/

Ορισμός και σημασία του "saline"στα αγγλικά

01

αλατόνερο, φυσιολογικό διάλυμα

an isotonic solution of sodium chloride and distilled water
01

αλμυρός, αλατούχος

containing or relating to salt
example
Παραδείγματα
The doctor administered a saline solution to rehydrate the patient.
Ο γιατρός χορήγησε ένα αλατούχο διάλυμα για την επανυδράτωση του ασθενούς.
The saline taste of the sea breeze greeted us as we approached the coastline.
Η αλμυρή γεύση της θάλασσας μας καλωσόρισε καθώς πλησιάζαμε την ακτή.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store