Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to saccharify
01
γλυκαίνω, ζαχαρώνω
sweeten with sugar
02
σακχαροποιώ, μετατρέπω σε ένα απλό διαλυτό ζυμώσιμο σάκχαρο με υδρόλυση
convert into a simple soluble fermentable sugar by hydrolyzing a sugar derivative or complex carbohydrate



























