Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Runt
01
το μικρότερο ή το πιο αδύναμο σε μια γέννα, νάνος
the smallest or weakest animal in a litter, particularly in reference to newborn animals
1.1
νάνος, αδύναμος
a person who is small, weak, or inferior in comparison to others
02
μια μεγάλη εγχώρια ράτσα περιστεριού, ένα περιστέρι μεγάλης εγχώριας ράτσας
a large domestic breed of pigeon
Λεξικό Δέντρο
runty
runt



























