Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
rueful
01
λυπημένος
showing sadness and regret inspired by compassion
Παραδείγματα
She gave him a rueful smile after hearing his sad story.
Του έδωσε ένα θλιμμένο χαμόγελο αφού άκουσε την θλιβερή του ιστορία.
He looked rueful when he realized the impact of his mistake.
Φαινόταν μετανιωμένος όταν συνειδητοποίησε την επίπτωση του λάθους του.
Λεξικό Δέντρο
ruefully
ruefulness
rueful
rue



























