Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Rucksack
01
σακίδιο, τσάντα πλάτης
a bag designed for carrying on the back, usually used by those who go hiking or climbing
Παραδείγματα
She packed her rucksack with all the essentials for the weekend hike.
Συσκεύασε την σακούλα της με όλα τα απαραίτητα για την πεζοπορία του Σαββατοκύριακου.
His old rucksack had been with him on countless mountain adventures.
Η παλιά του σακίδιο τον είχε συνοδεύσει σε αμέτρητα βουνίσια περιπέτειες.
Λεξικό Δέντρο
rucksack
ruck
sack



























