Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Romper
01
ρομπά, ενιαίο ένδυμα
a one-piece garment that combines a top and shorts or pants
02
άτομο που παίζει με χαρά, άτομο που τρελαίνεται
a person who romps or frolics
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ρομπά, ενιαίο ένδυμα
άτομο που παίζει με χαρά, άτομο που τρελαίνεται