Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
roiled
01
ταραγμένος, θυμωμένος
aroused to impatience or anger
02
ταραγμένος, θυελλώδης
(of a liquid) agitated vigorously; in a state of turbulence
Λεξικό Δέντρο
roiled
roil
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ταραγμένος, θυμωμένος
ταραγμένος, θυελλώδης
Λεξικό Δέντρο