LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Rockbound
/ɹˈɒkbaʊnd/
/ɹˈɑːkbaʊnd/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "rockbound"
rockbound
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
abounding in or bordered by rocky cliffs or scarps
word family
rock
bound
rockbound
rockbound
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
rockabilly
rock-steady
rock-paper-scissors
rock-loving
rock-inhabiting
rockchuck
rockefeller
rocker
rocker arm
rocker turn
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App