Rock-inhabiting
volume
British pronunciation/ɹˈɒkɪnhˈabɪtɪŋ/
American pronunciation/ɹˈɑːkɪnhˈæbɪɾɪŋ/

Ορισμός και Σημασία του "rock-inhabiting"

rock-inhabiting
01

of ferns and lichens that grow on rocks

word family

rock-inhabiting

rock-inhabiting

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store