LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Rigidifying
/ɹɪdʒˈɪdɪfˌaɪɪŋ/
/ɹɪdʒˈɪdɪfˌaɪɪŋ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "rigidifying"
Rigidifying
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the process of becoming stiff or rigid
word family
rigid
rigid
Adjective
rigidify
Verb
rigidifying
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
rigidify
rigidification
rigid
rights offering
rights manager
rigidity
rigidly
rigil
rigil kent
rigmarole
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App