Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Riffraff
01
αλητεία, αποβράσματα
a group of people who are considered low-class or undesirable
Παραδείγματα
The police cleared out the riffraff from the area.
Η αστυνομία εκκαθάρισε τον αλητεία από την περιοχή.
They do n’t let riffraff into this club.
Δεν αφήνουν τον αλητεία να μπει σε αυτό το κλαμπ.



























