Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Ribald
01
αισχρός άνθρωπος, χυδαίο άτομο
a ribald person; someone who uses vulgar and offensive language
ribald
01
αισχρός, χυδαίος
vulgar, indecent, or coarse, often with sexual connotations
Παραδείγματα
The ribald banter between the characters in the play shocked some of the more conservative audience members.
Οι αισχρές ατάκες μεταξύ των χαρακτήρων του έργου σόκαραν μερικούς από τους πιο συντηρητικούς θεατές.
The novel's ribald humor added an element of irreverence to an otherwise serious storyline.
Το αισχρό χιούμορ του μυθιστορήματος πρόσθεσε ένα στοιχείο ασέβειας σε μια αλλιώς σοβαρή πλοκή.
Λεξικό Δέντρο
ribaldry
ribald



























